- επιτομή
- η (AM ἐπιτομή) [επιτέμνω]νεοελλ.σύντομο σύγγραμμα, όπου εκτίθεται περιληπτικά το περιεχόμενο άλλου εκτενέστερου συγγράμματοςμσν.«ἐπιτομή νόμων» — ιδιωτική συλλογή διατάξεων τού βυζαντινού δικαίουαρχ.1. η κατά την επιφάνεια τομή («τὴν τῆς κεφαλῆς ἐπιτομήν», Αισχίν.)2. αποχωρισμός μέρους ενός συνόλου, σύντμηση, συντόμευση, σύνοψη («ἐπιπορεύεσθαι τοῑς ύπογραμμοῑς τῆς ἐπιτομῆς διαπονοῦντες», ΠΔ)3. το δικαίωμα τής τομής, τής κοπής4. φρ. «ἐν ἐπιτομῇ», «κατ’ ἐπιτομήν» — περιληπτικά, με λίγα λόγια5. μτφ. (για τη Ρώμη) «τήν Ῥώμην, πόλιν ἐπιτομήν τῆς οικουμένης» Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.